- υποταμνω
- ὑποτάμνωион. = ὑποτέμνω См. υποτεμνω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποτάμνω — Α ιων. τ. βλ. ὑποτέμνω … Dictionary of Greek
υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» … Dictionary of Greek
υποταμνόν — τὸ, Α φυτό που κόβεται από τη ρίζα για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτάμνω, ιων. τ. τού ὑποτέμνω, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek